rustic finish - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rustic finish - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Rustic (disambiguation); The Rustic

rustic finish      

Смотрите также

washed finish

rustic finish      
rustic         

['rʌstik]

общая лексика

сельский

простой

рустика

прилагательное

общая лексика

деревенский

сельский

простой

неиспорченный

грубый

неуклюжий

неотёсанный

грубо сработанный

грубо отёсанный

простой, простоватый

сельский, деревенский

неотесанный

нескладный

редкое выражение

невоспитанный

примитивный (о человеке)

существительное

['rʌstik]

общая лексика

деревенский житель

крестьянин

сельский житель, крестьянин

грубо отесанный камень, руст

презрительное выражение

деревенщина

мужлан

архитектура

рустик(а)

грубо отёсанный камень

Ορισμός

rustic
¦ adjective
1. of or characteristic of life in the country.
having a simplicity and charm that is considered typical of the countryside.
2. made of rough branches or timber.
3. (of masonry) having a rough-hewn or roughened surface or sunken joints.
4. denoting freely formed lettering.
¦ noun
1. often derogatory an unsophisticated country person.
2. a small brownish European moth. [Several genera and species in the family Noctuidae.]
Derivatives
rustically adverb
rusticity noun
Origin
ME (in the sense 'rural'): from L. rusticus, from rus 'the country'.

Βικιπαίδεια

Rustic

Rustic may refer to:

  • Rural area
  • Pastoral
Μετάφραση του &#39rustic finish&#39 σε Ρωσικά